- φυγγάνω
- Α(ποιητ. τ.) φεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φυγ-γ-άνω έχει σχηματιστεί από το θ. φυγ- τού αορ. β' ἔ-φυγ-ον τού ρ. φεύγω* με έρρινο επένθημα (με αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό κατά τα ζεύγη πυ-ν-θάνομαι: ἔπυθον, λι-μ-πάνω: ἔλιπον, όπου το έρρινο ένθημα είναι αρχ.) και ρηματ. κατάλ. -άνω, που δηλώνει το τέλος της ενέργειας (πρβλ. μανθ-άνω). Η σύνδεση τού ρ. φυγγάνω με το αβεστ. bunjainti «σώζουν, ελευθερώνουν», που εμφανίζει έρρινο -n-, παρά τις μορφολογικές ομοιότητες τών τ., προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. λ. φεύγω)].
Dictionary of Greek. 2013.